- ἀκοῦσον
- ἀκούωhearfut part act masc voc sgἀκούωhearfut part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἅκουσον — ἄκουσον , ἀκούω hear aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκουσον — ἀκούω hear aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤκουσον — ἄκουσον , ἀκούω hear aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… … Wikipedia
δυσχερής — ές (Α δυσχερής, ές) αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν μεταχειριστεί, δύσκολος αρχ. 1. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί δυσφορία, ενοχλητικός («ἄλλην δ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν», Αισχ.) 2. (για πράξη) μισητός 3. δυσάρεστος, δύσκολος 4. (για… … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
πατάσσω — ΝΜΑ χτυπώ κάποιον δυνατά (α. «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ...» β. «τὸν ἄρχοντα... ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃς ἢ κακῶς εἴπης, ἄτιμος», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. τιμωρώ αυστηρά («θα παταχθούν οι ταραξίες») 2. ταλαιπωρώ, βασανίζω («κρουφά κλεφτά την πάτασσε… … Dictionary of Greek
τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… … Dictionary of Greek
υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… … Dictionary of Greek